Η έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης της Επιτροπής για το 2017, η οποία δημοσιεύθηκε στις 9/11, δείχνει ότι τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα γίνονται συνεχώς αποτελεσματικότερα και με λιγότερους αποκλεισμούς. Ωστόσο, επιβεβαιώνει επίσης ότι το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρό τους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει τα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίζουν ότι τα εκπαιδευτικά τους συστήματα είναι αποτελεσματικά — τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην ετήσια έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης είναι ένα σημαντικό μέρος του έργου αυτού. Η τελευταία έκθεση δείχνει ότι, παρόλο που τα κράτη μέλη έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς την επίτευξη των περισσότερων από τους βασικούς στόχους της ΕΕ για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης, πρέπει να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για την επίτευξη της ισότητας στην εκπαίδευση.
Για την Ελλάδα η έκθεση αναφέρει ότι:
· Το ποσοστό μαθητών με χαμηλές επιδόσεις στις φυσικές επιστήμες, στα μαθηματικά και στην κατανόηση κειμένου, όπως μετρήθηκε από το πρόγραμμα PISA 2015 είναι μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και είναι ιδιαίτερα υψηλό μεταξύ των μαθητών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών. Το φύλο και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση επηρεάζουν σημαντικά τις επιδόσεις των μαθητών.
· Το ποσοστό ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι υψηλό, αλλά το ποσοστό απασχόλησης των πρόσφατων αποφοίτων παραμένει χαμηλό και οι μακροοικονομικές αναντιστοιχίες δεξιοτήτων εξακολουθούν να υφίστανται, οδηγώντας σε σημαντική εκροή ατόμων με υψηλού επιπέδου δεξιότητες.
· Νέα μέτρα πολιτικής στοχεύουν στην ενίσχυση της ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης, αλλά οι προσπάθειες για την επίτευξη μεγαλύτερης αυτονομίας και αποδοτικότητας φαίνεται να είναι ανεπαρκείς.
· Η Ελλάδα καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για να παράσχει εκπαίδευση στα παιδιά των προσφύγων, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές προκλήσεις όσον αφορά την ένταξή τους στη γενική εκπαίδευση.
· Η μεταρρύθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης σημειώνει πρόοδο, αλλά υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αύξηση της ελκυστικότητάς της και για ενίσχυση της συμμετοχής.
Το μορφωτικό επίπεδο είναι σημαντικό για τον καθορισμό των κοινωνικών αποτελεσμάτων. Τα άτομα που λαμβάνουν μόνο βασική εκπαίδευση έχουν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού από τα άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της έκθεσης παρακολούθησης δείχνουν επίσης ότι το 2016, εργαζόταν μόνο το 44 % των νέων ηλικίας 18-24 ετών που έχουν ολοκληρώσει την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στον γενικό πληθυσμό ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών, το ποσοστό ανεργίας είναι επίσης πολύ υψηλότερο για τα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μόνο τη βασική εκπαίδευση απ’ ό,τι για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (16,6 % έναντι 5,1 %). Ταυτόχρονα, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση επηρεάζει τις επιδόσεις των μαθητών: το 33,8 % των μαθητών από τα περισσότερο μειονεκτούντα κοινωνικοοικονομικά στρώματα σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις σε σύγκριση με τους μαθητές που είναι περισσότερο προνομιούχοι, για τους οποίους ο αριθμός αυτός είναι μόλις 7,6 %.
Ένας από τους στόχους της ΕΕ για το 2020 είναι να μειωθεί το ποσοστό των μαθητών ηλικίας 15 ετών που έχουν χαμηλές επιδόσεις όσον αφορά τις βασικές δεξιότητες στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες σε 15 %. Ωστόσο, η ΕΕ στο σύνολό της απομακρύνεται στην πραγματικότητα από τον στόχο αυτό, ιδιαίτερα στον τομέα των θετικών επιστημών, όπου ο αριθμός των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις αυξήθηκε από 16 % το 2012 σε 20,6 % το 2015.
Τα άτομα που γεννήθηκαν εκτός ΕΕ είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Η ομάδα αυτή συχνά είναι εκτεθειμένη σε πολλούς κινδύνους και μειονεκτήματα, π.χ. έχουν γονείς φτωχούς ή χαμηλής εξειδίκευσης, δεν μιλούν την τοπική γλώσσα στο σπίτι, έχουν πρόσβαση σε λιγότερους πολιτισμικούς πόρους και αντιμετωπίζουν προβλήματα απομόνωσης και περιορισμένων κοινωνικών δικτύων στη χώρα υποδοχής. Οι νέοι που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών διατρέχουν επίσης μεγαλύτερο κίνδυνο να έχουν κακές επιδόσεις στο σχολείο και να εγκαταλείψουν πρόωρα τη σχολική εκπαίδευση. Το 2016, το 33,9 % των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών που ζουν στην ΕΕ αλλά έχουν γεννηθεί εκτός αυτής είναι άτομα χαμηλής εξειδίκευσης (καθώς έχουν ολοκληρώσει την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή χαμηλότερη), σε σύγκριση με μόλις 14,8 % για την αντίστοιχη ηλικιακή ομάδα που γεννήθηκε στην ΕΕ.
Σε ολόκληρη την ΕΕ, οι επενδύσεις στην εκπαίδευση έχουν ανακάμψει από τη χρηματοπιστωτική κρίση και έχουν αυξηθεί ελαφρά (κατά 1 % σε ετήσια βάση σε πραγματικούς όρους). Στα δύο τρίτα περίπου των κρατών μελών καταγράφεται αύξηση. Τέσσερις χώρες αύξησαν τις επενδύσεις κατά ποσοστό μεγαλύτερο από 5 %.
Στις 17 Νοεμβρίου στο Γκέτεμποργκ οι ηγέτες της ΕΕ θα συζητήσουν για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό στο πλαίσιο των εργασιών τους για την «οικοδόμηση του κοινού μέλλοντός μας». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει τα φετινά στοιχεία την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Η συζήτηση στο Γκέτεμποργκ θα προβάλει και θα τονίσει την πολιτική σημασία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
O Επίτροπος Νάβρατσιτς θα διοργανώσει την πρώτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ για την εκπαίδευση στις 25 Ιανουαρίου 2018 στη διάρκεια της οποίας υψηλόβαθμοι εκπρόσωποι από όλα τα κράτη μέλη θα κληθούν να συζητήσουν τους τρόπους με τους οποίους μπορούν τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα να γίνουν αποτελεσματικότερα και με λιγότερους αποκλεισμούς.
Ιστορικό
Η έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης για το 2017 είναι η έκτη ετήσια έκθεση που εκδίδεται και αποτυπώνει την εξέλιξη των ενωσιακών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, συνθέτοντας μεγάλο εύρος αποδεικτικών στοιχείων. Μετρά την πρόοδο της ΕΕ σχετικά με τους έξι στόχους του 2020 για την εκπαίδευση και την κατάρτιση: 1) Το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση (ηλικίας 18-24 ετών) θα πρέπει να είναι χαμηλότερο του 10 %, 2) το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών με τριτοβάθμιο μορφωτικό επίπεδο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 40 %, 3) τουλάχιστον το 95 % των παιδιών ηλικίας μεταξύ τεσσάρων ετών και της ηλικίας έναρξης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να συμμετέχει στην εκπαίδευση, 4) το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 15 ετών με χαμηλές επιδόσεις στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες θα πρέπει να είναι χαμηλότερο του 15 %, 5) το 82 % των πρόσφατων αποφοίτων από την ανώτερη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση (ηλικίας 20-34 ετών) οι οποίοι βρίσκονται πλέον εκτός εκπαίδευσης ή κατάρτισης θα πρέπει να απασχολείται, 6) το 15 % τουλάχιστον των ενηλίκων (ηλικίας 25-64 ετών) θα πρέπει να συμμετέχει σε επίσημη ή ανεπίσημη μάθηση.
Η έκθεση παρακολούθησης αναλύει τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα και παρουσιάζει τις πολιτικές που μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και της κοινωνίας. Περιλαμβάνει διακρατικές συγκρίσεις, είκοσι οκτώ διεξοδικές ανά χώρα εκθέσεις, καθώς και ειδική ιστοσελίδα με πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες. Το επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη, το πρόγραμμα Erasmus+, τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας για την απασχόληση των νέων, το Ευρωπαϊκό Σώμα Αλληλεγγύης, καθώς και το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020» και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Καινοτομίας και Τεχνολογίας, συμβάλλουν στην τόνωση των επενδύσεων και υποστηρίζουν τις προτεραιότητες πολιτικής στον τομέα της εκπαίδευσης.
Για περισσότερες πληροφορίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου