Από
την Ελένη Αναστασοπούλου, Περιφερειακή
Διευθύντρια Α/μιας και Β/μιας Εκπαίδευσης
Θεσσαλίας
Η
σχολική βία και ο εκφοβισμός είναι ένα
πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο με
ανησυχητικές διαστάσεις και βλαβερές
συνέπειες στην ψυχοσυναισθηματική
ανάπτυξη του παιδιού και στη διαδικασία
της μάθησής του.
Η
ύπαρξη ενός σαφούς ορισμού για την
περιγραφή του φαινομένου της σχολικής
βίας και του εκφοβισμού, καθώς και το
πλαίσιο οριοθέτησής του είναι αναγκαία
συνθήκη έτσι ώστε από κει να ξεκινήσει
η διαδικασία που θα οδηγήσει στην
Κατανόηση
και διάκριση για :
1.
τι είναι και τί δεν είναι σχολική βία
και εκφοβισμός
2.
το
πλαίσιο εκδήλωσης του φαινομένου
3.
τις πολύπλευρες διαστάσεις του φαινομένου
4.
τις αιτίες και τις επιπτώσεις
5.
τις διάφορες άμεσες και έμμεσες μορφές
έκφανσής του.
7.τους
ρόλους των εμπλεκόμενων μελών σε
περιστατικά σχολικής βίας και εκφοβισμού
Η
κατάσταση είναι ανησυχητική σύμφωνα
με τα ερευνητικά δεδομένα αφού στην
Ελλάδα, τουλάχιστον 10%-15% των μαθητών
είναι θύματα συστηματικής βίας από
συμμαθητές τους, ενώ το 5% παραδέχονται
ότι ασκούν βία (με συντριπτική πλειοψηφία
των αγοριών στην άσκηση σωματικής βίας
σε σύγκριση με τα κορίτσια που επιδίδονται
περισσότερο στον κοινωνικό εκφοβισμό).
Παράλληλα,
ένας μεγάλος αριθμός του μαθητικού
πληθυσμού φαίνεται να αποτελεί τους
μάρτυρες στα περιστατικά σχολικού
εκφοβισμού.
Συχνά
οι εκπαιδευτικοί και ίσως πιο πολύ οι
γονείς δεν διαθέτουν το κατάλληλο
γνωστικό οπλοστάσιο προκειμένου να
στηρίξουν τα παιδιά αλλά από την άλλη
διαπιστώνουμε ότι αποδίδουν συχνά σε
μορφές μαθητικής επιθετικότητας και
του «πειράγματος» χαρακτηριστικά βίας
στο σχολικό περιβάλλον. Ωστόσο, η
επιθετικότητα, η οποία αποτελεί
αναπόσπαστο, αλλά και οικουμενικό
χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης,
δεν αποτελεί πάντα μορφή εκφοβιστικής
συμπεριφοράς.
Παράγοντες
όπως η
οικονομική κρίση και η κρίση των αξιών,
ο υλικός ευδαιμονισμός και τα χαρακτηριστικά
των σύγχρονων καταναλωτικών κοινωνιών,
η εξετασιοκεντρική στόχευση και η
μοιραία απομάκρυνση από την μετάδοση
ανθρωπιστικών αξιών, η προβολή της βίας
από τα ΜΜΕ και η ανεξέλεγκτη χρήση του
ιντερνέτ, η βία στην οικογένεια και η
αύξουσα τάση των οικογενειακών
προβλημάτων, συντελούν στην πολυπλοκότητα
της εμφάνισης αλλά και αντιμετώπισης
του φαινομένου. Τα παραπάνω συνηγορούν
στην άποψη που υποστηρίζει ότι για να
είμαστε αποτελεσματικοί θα πρέπει να
κατανοήσουμε τις αιτίες και να
παρεμβαίνουμε σε περισσότερα του ενός
επίπεδα.
Οι
συνέπειες της σχολικής βίας είναι τόσο
πολλές και μεγάλες που δεν μας επιτρέπεται
να αδιαφορούμε ή να αναβάλουμε την
παρέμβασή μας.
Τα
αρνητικά συναισθήματα, ο φόβος και το
άγχος από την άσκηση σχολικής βίας
μπορεί να καθορίσουν την πορεία του
μαθητή και να οδηγήσει από τη σχολική
εγκατάλειψη ως την αυτοχειρία.
Η
χαμηλή αυτοεκτίμηση των θυμάτων γίνεται
η αιτία απόκτησης ψυχολογικών προβλημάτων
που μπορεί να συνοδεύουν το θύμα σε όλη
του τη ζωή και το οδηγούν να διαμορφώσει
στρεβλή αντίληψη για τις ανθρώπινες
σχέσεις τόσο από μέρους των θυμάτων όσο
και από μέρους των θυτών. Η αλληλεγγύη
και η συντροφικότητα, η συλλογικότητα
και η ενσυναίσθηση ως αξίες συνύπαρξης
αντικαθίστανται από την κακώς εννοούμενη
δύναμη η οποία και γίνεται κριτήριο
κοινωνικής επιβίωσης και συνύπαρξης.
Ασπίδα
προστασίας για την πιθανή ανάπτυξη
αντικοινωνικών συμπεριφορών αποτελεί
η έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση με
την ανάπτυξη προληπτικών παρεμβάσεων
σε όλο το χώρο και τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης
Ο
σχεδιασμός μιας ολοκληρωμένης
εκπαιδευτικής πολιτικής, ενημέρωσης,
ευαισθητοποίησης και πρόληψης, αρχής
γενομένης από το Νηπιαγωγείο, από τα
θεμέλια δηλαδή της εκπαίδευσης αλλά
και της προσωπικότητας του ατόμου και
με συνέχεια στο Δημοτικό σχολείο,
αποτελεί βασική στρατηγική και
προτεραιότητα.
Στο
πεδίο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,
θεωρείται απαραίτητος ο αναστοχασμός
πάνω στον τρόπο λειτουργίας του Γυμνασίου
και ιδιαίτερα η επανίδρυση ενός Λυκείου
που θα τοποθετεί στο κέντρο τον άνθρωπο
και θα προσφέρει ανθρωπιστική παιδεία
σε όλους τους μαθητές. Ταυτόχρονα η
συστηματική διαπραγμάτευση αρχών και
αξιών από τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές
επιστήμες και τις θεωρητικές προβληματικές
τους, συνιστά παράγοντα προστασίας κατά
της βίας, οδηγεί στη γνώση του εαυτού
και στην αποδοχή του Άλλου.
Η
τεχνική της διαμεσολάβησης ως παιδαγωγική
διαδικασία η οποία εστιάζει στο πρόβλημα
και όχι στα πρόσωπα, μυεί στη συμμετοχική
αντιμετώπιση, καλλιεργεί το διάλογο,
την υπευθυνότητα και την αλληλεγγύη
και οδηγεί στην ανάπτυξη τις
διαπραγματευτικών ικανοτήτων, μπορεί
να γίνει εργαλείο, για την αντιμετώπιση
της βίας, στα χέρια των μαθητών οι οποίοι
έτσι μαθαίνουν να αναλαμβάνουν
αποφασιστικούς ρόλους, να συνειδητοποιούν
τις ευθύνες τους και να επαγρυπνούν
απέναντι στη βία.
Η
αναβάθμιση του θεσμού των μαθητικών
κοινοτήτων η ενίσχυση της συλλογικής
λειτουργίας του Συλλόγου Διδασκόντων
και η
συνεχής ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των
εκπαιδευτικών στις σύγχρονες μεθοδολογικές
προσεγγίσεις και στις σύγχρονες
προσεγγίσεις της μάθησης καθώς και σε
θέματα ψυχολογίας του παιδιού και του
εφήβου, της ανάπτυξης κοινωνικών
δεξιοτήτων και διαχείρισης συγκρούσεων
προβάλλει απολύτως αναγκαίος.
Η
συνεργασία με τους γονείς είναι
απαραίτητος όρος για την πρόληψη και
αντιμετώπιση του φαινομένου. Το πεδίο
συνάντησης μαζί τους είναι η ενημέρωση
για τις συνέπειες της σχολικής βίας
όπως αναπτύχθηκαν πιο πάνω.
Το
φαινόμενο της σχολικής βίας και του
εκφοβισμού δεν είναι ανεξάρτητο από το
κοινωνικό πλαίσιο. Αντίθετα επειδή
ακριβώς είναι αποτέλεσμα κοινωνικών
διαδικασιών είναι αναγκαία και απαραίτητη
η κοινωνική ανάδειξη της αντιμετώπισης
του προβλήματος και της ενίσχυσης της
αλληλεγγύης μεταξύ των ατόμων, των
φορέων και των κοινοτήτων.
Κατ’
αυτό τον τρόπο θα καταστεί αποτελεσματική
η πρόληψη και η αντιμετώπιση της εκδήλωσης
βίας μεταξύ μαθητών στο σχολείο ή σε
άλλους χώρους, που συνδέονται με τη
σχολική ζωή και καθημερινότητα και το
σχολείο θα γίνει ένας χώρος φιλόξενος
για όλους τους μαθητές και μαθήτριες,
ένας χώρος όπου δεν θα υπάρχει προκατάληψη
απέναντι στον Άλλο, δεν θα υπάρχει
ξενοφοβία, ένας χώρος αποδοχής και
ασφάλειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου